- κάτορθος
- κάτορθ-ος, ον,A straight, Mnesith. ap. Orib.8.38.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάτορθον — κάτορθος straight masc/fem acc sg κάτορθος straight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρθου — κάτορθος straight masc/fem/neut gen sg κατορθόω set upright pres imperat act 2nd sg κατορθόω set upright pres imperat act 2nd sg κατορθόω set upright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κατορθόω set upright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek